- ὀχυρῶς
- ὀχυρόςfirmadverbialὀχυρόωfortifypres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχυρός — ή, ό (Α ὀχυρός, ά, ό) 1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῑσι παρθενῶσι φρουροῡνται», Ευρ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό θέση εδάφους συνήθως… … Dictionary of Greek